Το ισχυρότερο ερέθισμα για τη δουλειά μου είναι η ίδια η ζωή μου, μία αλληλεπίδραση αντιθέσεων: το ωραίο γίνεται άσχημο, το άσχημο ωραίο. Το ρομαντικό συγκρούεται με το ριζοσπαστικό. Με τον τρόπο αυτό παράγω με έμμεσο τρόπο ένα αυτοβιογραφικό χρονικό, που βρίσκει τον δρόμο του πάνω στους τοίχους ως μία φωτογραφική συρραφή. Επίσης, δεδομένα για μένα είναι και τα όνειρα: τη νύχτα ταξιδεύω σε μία απρόσιτη ήπειρο, η οποία δεν μπορεί ποτέ να μετακινηθεί. Ως παιδί κοιμήθηκα μια φορά ακόμη και πάνω στο καπό ενός αυτοκινήτου και το σώμα μου είχε πάρει το σχήμα του σκαθαριού της Volkswagen.

Κοιμάμαι τόσο βαθιά, που οτιδήποτε ξεπηδά από τα όνειρά μου θέλει να αναδυθεί από τη μαυρίλα στο φως. Οι φωτογραφίες μου πασχίζουν πάντοτε να στραφούν προς το φως. Αυτό ίσως συμβαίνει επειδή το φωτογραφικό μου εγώ έχει την ανάγκη να αναζητήσει νυχτερινά, αόρατα μέρη, να τα αποκαλύψει και να τα αιχμαλωτίσει σε εικόνες. Οι φωτογραφίες μου αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους των άκρων, ταλαντευόμενες ανάμεσα στο ύψος και το βάθος, το θετικό και το αρνητικό, εξαφανίζοντας τη μέση οδό.

Η ματιά μου, ωστόσο, περιλαμβάνει όχι μόνο την καθαρή οπτική της βουνοκορφής, αλλά και αυτήν της σκοτεινής κοιλάδας που την καλύπτουν σύννεφα. Εάν κανείς παρατηρήσει για αρκετή ώρα τη λεία επιφάνεια των φωτογραφιών μου, αυτές ανοίγονται και αφηγούνται την ιστορία μου, την τόσο γεμάτη αντιφάσεις, και εκφράζουν την προσωπική χροιά, την απομόνωση και τη λαχτάρα, την ομορφιά και τον τρόμο, καθώς και το φυσικό και το επίπλαστο. Ενώ αρχικά γίνονται αντιληπτές με όρους αισθητικής, οι ανόθευτες αυτές εικόνες αποκτούν ένταση και αναδύεται το κεντρικό θέμα τους της ευθραυστότητας, το οποίο παρ’ όλα αυτά υποκρύπτεται με αγάπη.