Από το 2010, σε μια μικρή γειτονιά στην καρδιά της Σμύρνης, μια τοπική οικονομία έχει ανθίσει, ως αποτέλεσμα του πλήθους των μεταναστών και προσφύγων που βιώνουν την «ενδιάμεση» φάση της παράνομης διακίνησής τους. Τα ξενοδοχεία, τα internet cafe, τα διεθνή τηλεφωνικά κέντρα, τα μανάβικα που πωλούν σωσίβια και άλλον εξοπλισμό θαλάσσης και αλλά πολλά σχετικά, ήταν όλα «τέκνα» της ανθούσας επιχείρησης της παράνομης διακίνησης ανθρώπων. Οι διακινητές προέρχονται απο όλες τις κοινωνικές τάξεις και επαγγέλματα του τόπου, αλλά ακόμη και από τους ίδιους τους μετανάστες –διευθυντές και υπάλληλοι ξενοδοχείων, έμποροι, μανάβηδες, μικροπωλητές της γειτονιάς και άλλοι πολλοί.

«Ενδιάμεση» (πριν το τελικό ταξίδι) είναι μια κατάσταση που μπορεί να διαρκέσει από μερικές ώρες μέχρι κάποιες ημέρες ή ακόμη και εβδομάδες, ενώ μερικές φορές μπορεί να διαρκέσει μήνες ή και χρόνια. Εγκλωβισμένοι σε φθηνά ξενοδοχεία ή ενοικιαζόμενα από τους διακινητές σπίτια, οι μετανάστες περιμένουν να συνδυαστούν τρεις αποφασιστικοί παράγοντες: η δημιουργία των σωστών επαφών, η συγκέντρωση των απαιτούμενων πόρων και οι κατάλληλες καιρικές συνθήκες, πριν μπορέσουν επιτέλους να ξεκινήσουν το ταξίδι των τεσσάρων μιλίων στις απέναντι ακτές. Παρότι, σε εκείνο πια το χρονικό σημείο, ο προορισμός μπορεί να φαίνεται ότι βρίσκεται ένα καρδιοχτύπι μακριά, το ταξίδι που τους περιμένει είναι επικίνδυνο και κάποιες φορές μοιραίο.

Η γειτονιά και τα όσα συνέβαιναν σε αυτή και στην οποία υλοποιήθηκε αυτό το project, λειτουργούσε σε μη νόμιμη βάση. Αποτέλεσε λοιπόν βασική προϋπόθεση το να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των «διευκολυντών μετανάστευσης».    

Μυρτώ Παπαδοπούλου