
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η οικονομία της Μογγολίας αναπτύχθηκε με πρωτοφανή ρυθμό, με το ΑΕΠ της χώρας να αυξάνεται με ποσοστό άνω του 10% ετησίως. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εξορυκτική βιομηχανία της χώρας: εντυπωσιασμένοι από τα τεράστια αποθέματα σε χαλκό, χρυσό αλλά πάνω απ’ όλα σε άνθρακα, όλοι οι μεγάλοι παίκτες της παγκόσμιας βιομηχανίας επένδυσαν και εξακολουθούν να επενδύουν σε αυτή τη μικρή χώρα της Κεντρικής Ασίας.
Κάτω από το ρυθμό αυτής της ξέφρενης αλλά και απορρυθμιστικής ανάπτυξης, οι τοπικοί πληθυσμοί και ο παραδοσιακός τρόπος ζωής τους –με βάση την πατροπαράδοτη νομαδική κτηνοτροφία κατά μήκος των οδών που διέτρεχαν τις στέπες–, διέρχονται μία κρίση. Μέσα σε αυτή τη νέα βιομηχανική κοινωνία, πολλές οικογένειες εγκατέλειψαν τις δραστηριότητές τους και μετακόμισαν στα μεγάλα αστικά κέντρα προς αναζήτηση ευκαιριών εργασίας, συχνά όμως καταλήγοντας στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο. Άλλοι, ωστόσο, προσπαθούν να αντισταθούν, αγωνιζόμενοι καθημερινά με τη μόλυνση, τη σκόνη που δηλητηριάζει τα φυτά και τις καλλιέργειες, και τις υπόλοιπες συνθήκες διαβίωσης, που επιδεινώνονται μέρα με τη μέρα.
Το Black Gold Hotel είναι ένα ταξίδι στην καθημερινή ζωή μερικών οικογενειών στην έρημο Γκόμπι, εκεί όπου ο βοσκότοπος –η κύρια πηγή ζωής για αιώνες– εξαφανίζεται μέσα σε ελάχιστες δεκαετίες. Από τη μια μεριά, εκείνοι που επιλέγουν να συνεχίσουν την παράδοση της στέπας παρ’ όλες τις δυσκολίες. Από την άλλη, εκείνοι που προτίμησαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στις μεγάλες πόλεις και δυστυχώς αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα ενός χώρου που διαρκώς επιδεινώνεται καθώς δέχεται τη συνεχή εισβολή δυσπρόσιτων δυτικών πολιτιστικών προτύπων.