
Όταν ήμουν παιδί ήξερα ελάχιστα πράγματα για τη μητέρα του πατέρα μου: την έλεγαν Camille και πέθανε πριν γεννηθώ. Αυτό μόνο. Μια μέρα ανακάλυψα μια βιντεοταινία κρυμμένη σε ένα ντουλάπι με την ετικέτα «Camille Claudel». Όταν είπα στη δασκάλα μου πως η γιαγιά μου λεγόταν Camille Claudel, εκείνη απάντησε πως αυτή ήταν μια γλύπτρια και πρόσθεσε πως ήταν τρελή. Χρόνια αργότερα, ανακάλυψα την αλήθεια: η γιαγιά μου τελικά δεν ήταν η Camille Claudel… Η σχέση ανάμεσα στη γλυπτική και τη φωτογραφία είναι ό,τι με ενδιέφερε κυρίως σε αυτό το έργο. Κάποιες κατασκευές, απλές και άμεσες, θέτουν στoν θεατή ερωτήματα για θέματα όπως ο περιορισμός, η μοναξιά και η σχέση με το σώμα. Το έργο, δημιουργημένο από τη σύγχυση σχετικά με την ταυτότητας της γιαγιάς μου της Camille, ασχολείται εντέλει με εμένα, με την ταυτότητά μου, τους φόβους και τα συμπλέγματά μου. Το σώμα μου, περιορισμένο και βασανισμένο, είναι πανταχού παρόν.