
Πριν από δέκα χρόνια έχασα τη μητέρα μου και ένοιωσα την ανάγκη να εξερευνήσω την πιθανότητα διατήρησης μιας σύνδεσης μαζί της. Στο ταξίδι μου, άρχισα να αναζητώ κομμάτια της μητέρας μου μέσα στο σπίτι. Βρήκα πολλές φωτογραφίες και ρούχα, που ήταν πάντα εκεί αλλά τα αγνοούσα για χρόνια. Η ιδέα του «φαντάσματος» άρχισε να αναδύεται στη δουλειά μου, σα μια ανύπαρκτη παρουσία. Η επανασύνδεσή μου μαζί της έγινε μια οπτική χειραγώγηση των ιστοριών της/μας. Άρχισα να ενθέτω τον εαυτό μου στην εικονογραφημένη της αφήγηση, μιμούμενη τις φωτογραφίες της από το οικογενειακό άλμπουμ. Φορούσα ακριβώς τα ίδια ρούχα που φορούσε σε αυτές τις φωτογραφίες τριάντα χρόνια πριν και αντέγραφα τις πόζες της. Αργότερα, δημιούργησα ψηφιακά φωτομοντάζ στα οποία αντιπαρέβαλλα παλιές φωτογραφίες της μητέρας μου που ανέσυρα από τα οικογενειακά αρχεία με φωτογραφίες μιας «τωρινής εκδοχής της» – του εαυτού μου.