
Το κέντρο της Αθήνας, όπως το θυμάμαι αρχικά, ήταν γεμάτο ζωή. Την εποχή πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 υπήρξε μεγάλη ανάπτυξη. Αυτό συνέβη μέσα σε λίγα χρόνια. Ήταν σαν η πόλη να φόρεσε καινούργια ρούχα. Στη διάρκεια των Ολυμπιακών ήταν καθαρή και φυλασσόταν καλά. Στα μάτια μου ήταν ένα άλλο μέρος.
Όσο περνούσε ο καιρός η πόλη άρχισε να χειροτερεύει και σιγά σιγά να ανακτά τον παλιό της χαρακτήρα. Ο χρόνος περνάει γρήγορα. Η πόλη τώρα σβήνει. Κάποιοι την εγκαταλείπουν λόγω της κρίσης. Πολλά καταστήματα και ξενοδοχεία έχουν κλείσει, το κέντρο είναι τώρα σχεδόν έρημο. Οι άνθρωποι φοβούνται ότι θα τους μαχαιρώσουν, ακούν ότι αυτό συμβαίνει συχνά. Ακόμη φοβούνται να αντικρίσουν τη φτώχεια και τη στέρηση, τους ναρκομανείς που θα σε ληστέψουν για τη δόση τους, τις γυναίκες που εκδίδονται. Για μένα όμως οι άνθρωποι αυτοί υπήρχαν πάντοτε εκεί. Τους βρήκα όλους εκεί όταν πρωτοήρθα, ως εννιάχρονο παιδί. Ήταν πάντοτε εκεί καθώς μεγάλωνα. Είναι κατά έναν τρόπο παγιδευμένοι στη ζωή τους. Οι μετανάστες ζουν σε μικρά ενοικιαζόμενα δωμάτια, πολλοί από αυτούς τα μοιράζονται, χωρίς να τρέφουν πολλές ελπίδες. Οι γυναίκες εκδίδονται ακόμη και στο δρόμο για πέντε ευρώ. Ωστόσο, το να τριγυρνάω μαζί τους μου έγινε καθημερινή συνήθεια. Είναι ευαίσθητοι άνθρωποι, με πολλά προβλήματα, οι οποίοι άφησαν πίσω τους κατεστραμμένες οικογένειες. Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι ότι ανοίχτηκαν και μου μίλησαν σαν να με ήξεραν. Οι εικόνες που έχω συγκεντρώσει είναι πολύ δυνατές για μένα, διότι γνωρίζω την ιστορία που κρύβεται πίσω τους.