
Παρά τη διαπίστωση ότι το περιαστικό τοπίο έχει επαρκώς συσταθεί λεκτικά, η εικονική του αναπαράσταση παραμένει ακόμα νεφελώδης. Παράγοντας ο οποίος συμβάλλει στην αδυναμία αυτή είναι πως σε αντίθεση με τις άλλες κατηγορίες τοπίων, το περιαστικό τοπίο παρουσιάζεται ετερόκλιτο και ευμετάβλητο μέσα από την ατέρμονη αντιπαλότητα φύσης και πολιτισμού.
Η φωτογραφία υποδεικνύει έναν τρόπο εξερεύνησης και ανάδειξης αυτού του τοπίου που διαφεύγει της αναπαράστασής του και τοποθετείται στην περιοχή ανάμεσα στα όρια της πόλης και της υπαίθρου. Οι φωτογράφοι που συμμετέχουν στην έκθεση ‘Τα Όρια της Πόλης’ συνιστούν μια νέα μορφή περιπλανώμενου παρατηρητή (flâneur) διαφορετική από αυτή των ημερών του Baudelaire. Δεν περιπλανώνται ελκυόμενοι από τη φαντασμαγορία του κέντρου της πόλης, του πλήθους, της κατανάλωσης και των προβολέων αλλά από τις απολήξεις της, αναζητώντας τις αντιφάσεις της στα θαμπά προάστια, τη βιομηχανική ζώνη και τη συμπόρευσή της με την άναρχη βλάστηση. Αποτυπώνουν μια στιγμή της σύνθετης καθημερινότητας των τοπίων αυτών και γνωστοποιούν στο θεατή τις ιδιαιτερότητές τους αλλά και την ταυτότητα όλων εκείνων των μικρών και ασήμαντων πραγμάτων που τα στοιχειοθετούν και τα οποία παρέμεναν αόρατα.
Οι φωτογράφοι της έκθεσης με την οξεία και συνεχή παρατήρηση που επιδεικνύουν στο πεδίο του κοινότοπου και αυτού που κατά κανόνα περνά απαρατήρητο δεν επιδιώκουν την κριτική αλλά την επισήμανσή του. Στις εικόνες τους διακρίνεται αυτή η μοναδική ιδιότητα της φωτογραφίας να εγγράφει και να αναδεικνύει σε μια οπτικά ενδιαφέρουσα μορφή -άλλοτε δυναμική και άλλοτε μυστηριώδη και ανοίκεια- αυτό το οποίο διαφεύγει της προσοχής.
Οι Μπάμπης Κουγεμήτρος, Πέτρος Κουμπλής, Βαγγέλης Πατσιαλός και Γιάννης Τσιαδής αναδεικνύουν μέσα από τις διαφορετικές εκδοχές του καλλιτεχνικού ντοκουμέντου ‘τα όρια της πόλης’ χωρίς να επιζητούν την ‘αντιπροσωπευτική’ αναπαράστασή τους παρά μόνο ερμηνείες, αρκετές φορές αντιφατικές, όπως το χορταριασμένο μνημείο ενός ελέφαντα σε ένα ξέφωτο, έναν ξερό φοίνικα ή δρόμους και μονοπάτια που οδηγούν σε αδιέξοδο.
Νατάσσα Μαρκίδου