Το Sehnsucht είναι ένα γερμανικό ουσιαστικό που μεταφράζεται ως «λαχτάρα», «αδημονία», «καρτερία» ή, υπό την ευρύτερη έννοια, ένα είδος αισθήματος πως κάτι «λείπει έντονα».

Είναι μια σύνθετη λέξη, που προέρχεται από μια έντονη λαχτάρα (sehnen) και μια μακρά ή χρόνια ασθένεια (siechtum). Ωστόσο, αυτές οι λέξεις δεν συμπυκνώνουν επαρκώς το πλήρες νόημα της τελικής σύνθεσης, παρόλο που, όταν τις αναλογιστούμε μαζί, περιγράφουν μια έντονη συναισθηματική κατάσταση.

Το Sehnsucht αναπαριστά σκέψεις και συναισθήματα σχετικά με όλες τις πτυχές της ζωής που υπήρξαν στο παρελθόν και έμειναν ημιτελείς ή ατελείς. Η αναζήτηση της ευτυχίας από ένα άτομο που αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ανέφικτων επιθυμιών.

Υπό αυτήν την έννοια, το Sehnsucht είναι ένα είδος νοσταλγίας. Οι αναμνήσεις είναι θολές, ενώ η πλειονότητα των ανθρώπων που το βιώνουν δεν έχουν γνώση ή συνείδηση του τι ή ποιον λαχταρούν, έχουν μονάχα επίγνωση του ίδιου του συναισθήματος.